ἐνδημεῖ

ἐνδημεῖ
ἐνδημέω
live at
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐνδημέω
live at
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἐνδημέω
live at
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐνδημέω
live at
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • επίφοτος — ἐπίφοιτος, ον (Α) ο επερχόμενος συχνά, αυτός που ενδημεί …   Dictionary of Greek

  • επιδημιολογία — Κλάδος της ιατρικής που από τα μέσα του 19ου αι. μελετά τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται τα νοσήματα, κυρίως εκείνα που πλήττουν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Όταν μία μεταδοτική νόσος εμφανίζεται σταθερά σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …   Dictionary of Greek

  • βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… …   Dictionary of Greek

  • γάλανθος — (galanthus). Γένος ποωδών, βολβόριζων φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας, που περιλαμβάνει 10 είδη, από τα οποία τα δύο ευδοκιμούν και στην Ελλάδα, ο γ. ο χιονώδης και ο γ. της βασίλισσας Όλγας. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ενδημώ — ενδήμησα, αμτβ. 1. παραμένω σε κάποιον τόπο, μένω στην πατρίδα μου (αντίθ. αποδημώ). 2. (ιατρ.), είμαι ενδημικός (βλ. λ., 2): Η αρρώστια ενδημεί πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”